- ενστιγματικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στο ένστικτο, που γίνεται από ένστικτο, ενστικτώδης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενστιγματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή οφείλεται στο ένστιγμα, στο ένστικτο («ενστιγματικές ορμές»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. instictif. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Απόστολο Μεγακλή] … Dictionary of Greek
ενστικτώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ενστιγματικός (βλ. λ.). 2. (για ανθρώπους), πρωτόγονος, ζωώδης, που αποβλέπει μόνο στην ικανοποίηση των ενστίκτων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)